καταβιῷ

καταβιῷ
καταβιάζομαι
fut opt act 3rd sg
καταβιάζω
subdue by force
fut opt act 3rd sg
καταβιόω
pass one's life
aor subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταβιώ — καταβιῶ, όω (Α) 1. περνώ τη ζωή μου, διαβιώ 2. φέρνω τη ζωή μου στο τέλος, φθάνω στο τέλος τού βίου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βιῶ «ζω, περνώ τη ζωή μου»] …   Dictionary of Greek

  • καταβίωσις — καταβίωσις, ἡ (Α) [καταβιώ] 1. το τέλος τής ζωής 2. η έδρα, το μέρος, η κατοικία όπου κάποιος διαμένει, όπου ζει …   Dictionary of Greek

  • συγκαταβιώ — όω, Α ζω με κάτι ή μαζί με άλλον («ή κακία τοῑς πολλοίς συγκαταβιοῑ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταβιῶ «περνώ τη ζωή μου, διαβιώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”